Στα τέλη του 5ου/αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. η πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους μεταφέρθηκε από τις Αιγές, έως τότε πυρήνα του μακεδονικού βασιλείου, στην Πέλλα, που εξελίχθηκε σύντομα στο σημαντικότερο πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο ολόκληρης της ελλαδικής επικράτειας.
Όταν ορίστηκε ως η νέα πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους (κατά πάσαν πιθανότητα, από το βασιλιά Αρχέλαο), η Πέλλα ήταν ένα μικρό παραθαλάσσιο οικιστικό σύνολο, στις ακτές του Θερμαϊκού κόλπου. Η επιλογή της ως νέου πυρήνα του μακεδονικού βασιλείου οφειλόταν προφανώς στη γεωγραφική θέση της, που επέτρεπε την ευχερή πρόσβαση στα εύφορα εδάφη της ενδοχώρας, την υλοποίηση των επεκτατικών σχεδίων των Μακεδόνων και την ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων με επίκεντρο το λιμάνι της πόλης.
Από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. η Πέλλα είχε πάψει να είναι ένα παραθαλάσσιο οικιστικό σύνολο, αλλά το λιμάνι της εξακολούθησε να λειτουργεί (την επικοινωνία της πόλης με τον Θερμαϊκό εξασφάλιζε ένα πλωτό κανάλι).
Ο φιλότεχνος βασιλιάς Αρχέλαος, στην αυλή του οποίου έζησαν, μεταξύ άλλων, ο μέγας Ευριπίδης και ο τραγικός ποιητής Aγάθων, ανέθεσε στο μεγαλύτερο ζωγράφο της εποχής του, τον Zεύξιν, να διακοσμήσει το νέο παλάτι που έχτιζε στην Πέλλα. Μέσα σε αυτό το παλάτι είδαν το φως ο Φίλιππος B’ (386-336 π.Χ.) και ο γιος του, ο Aλέξανδρος Γ’ (356-323 π.Χ.), ο Μέγας Αλέξανδρος, το πιο λαμπρό τέκνο που γέννησε η Mακεδονία.
Η Πέλλα οργανώθηκε και επεκτάθηκε στα χρόνια του Φιλίππου Β’ (359-336 π.Χ.) και του Κασσάνδρου (302-297 π.Χ.). Στα τέλη των Κλασικών Χρόνων η Πέλλα ήταν πλέον ένα μεγάλο αστικό κέντρο, χτισμένο σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα.
Η πόλη γνώρισε την ύψιστη ακμή της κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους, στο β’ μισό του 4ου αιώνα, τον 3ο και το 2ο αιώνα π.Χ., ως πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους με έντονη εμπορική δραστηριότητα. Mετά τη μάχη της Πύδνας, το 168 π.X., τα ρωμαϊκά στρατεύματα του επιφανούς στρατηγού Aιμιλίου Παύλου κατέλαβαν και λεηλάτησαν την πρωτεύουσα του νικημένου μακεδόνα βασιλιά Περσέα, γεγονός που σηματοδότησε την κατάλυση του μακεδονικού κράτους.
Τα νεότερα στοιχεία της αρχαιολογικής έρευνας αποδεικνύουν ότι, ακόμη και μετά τη διάλυση του μακεδονικού βασιλείου και την επικράτηση των Ρωμαίων, η Πέλλα συνέχισε να αποτελεί ακμαίο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο με έντονη παραγωγική και δημιουργική δραστηριότητα έως και τους Πρώιμους Μεταχριστιανικούς Χρόνους (4ος αι. μ.Χ.).
Οι προσχώσεις των ποταμών Λουδία, Αλιάκμονα και Αξιού στους κατοπινούς αιώνες, καθώς και η αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, διαμόρφωσαν ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό στην ευρύτερη περιοχή, με την αρχαία Πέλλα να απέχει πλέον είκοσι και πλέον χιλιόμετρα από την ακτογραμμή του Θερμαϊκού κόλπου.
Οι ανασκαφικές έρευνες στον αρχαιολογικό χώρο της Πέλλας (οι πρώτες διεξήχθησαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960) έχουν αποκαλύψει, μεταξύ άλλων, τμήματα του μνημειακού κτιριακού συγκροτήματος του ανακτόρου και της οχύρωσης, την αγορά της πόλης (με εργαστήρια παραγωγής και καταστήματα πώλησης προϊόντων και ειδών διατροφής), ιδιωτικές οικίες με εξαίρετα ψηφιδωτά δάπεδα και τοίχους με χρωματική διακόσμηση, ιερά, νεκροταφεία Προϊστορικών και Ιστορικών Χρόνων.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πέλλας, προσαρμοσμένο στη μορφολογία του εδάφους, βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου, στις υπώρειες του λόφου όπου ήταν χτισμένο το ανάκτορο των βασιλέων.
Περιλαμβάνει ευρήματα Προϊστορικών και Ιστορικών Χρόνων, που προέρχονται από τις ιδιωτικές οικίες, την αγορά, τα ιερά και τα νεκροταφεία της Πέλλας, αλλά και από οικισμούς και νεκροταφεία της ευρύτερης περιοχής.
Εκτίθενται ψηφιδωτά δάπεδα, αγγεία, ειδώλια, προϊόντα μεταλλοτεχνίας, νομίσματα, γλυπτά, επιγραφές, επιτύμβιες και αναθηματικές στήλες, αρχιτεκτονικά μέλη κ.ά.
Πέλλα, η γενέτειρα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου!